μόσσυν

μόσσυν
μόσσυν, -ῡνος
Grammatical information: m.
Meaning: `tower-like builtding of wood' (X., A. R., Call., D. H.), also of other wood-constuctions (Lyc.).
Other forms: dat. pl. -νοις
Derivatives: Μοσσύν-οικοι m. pl. `inhabitant of the μόσσυνες', name of a people south of the Pontos Euxeinos (Hecat., Hdt., X., Arist.); μοσσυνικοί ξύλινοι πίνακες μεγάλοι, ὥστε ἐν αὐτοῖς καὶ ἄλφιτα μάσσειν H.; also as ethnicon in μοσσυνικὰ μαζονομεῖα (Ar. Fr. 417), cf. H.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Iran.X
Etymology: LW [loanword] from Iranian; cf. Westosset. masug `turris' ; s. Lidén Strena philol. Upsal. (1922) 393ff., and Schwyzer 488 w. n. 4. To be rejected Kretschmer Glotta 22, 112 (preIE.), but accepted by Fur. 340. From the same source prob. also Slav. synъ 'πύργος' (Machek Listy filol. 72, 75f.); also Bonner, Cl. Qu. 46(1952)203.
Page in Frisk: 2,258-259

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μόσσυν — μόσσυν, υνος και μοσσύν, ύνος, ὁ (ΑΜ, Α και μόσυν, ὁ) ξύλινος πύργος ή σπίτι αρχ. 1. δρύφακτο, περίφραγμα 2. πιθ. ναυπηγείο 3. (κατά τον Ησύχ.) «πύργος, έπαλξις». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. κυρίως τού νότιου Εύξεινου Πόντου (πρβλ. Μοσσύν οικοι, ονομ. λαού που… …   Dictionary of Greek

  • μόσσυν — μόσσῡν , μόσσυν wooden house masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • мосяг — (реконструкция) латунь . Соболевский (РФВ 66, 351) реконструирует как исходную форму для фам. Мосягин. Ср. укр. мосяж латунь , чеш. mоsаz – то же, слвц. mosadz, польск. mosiądz, в. луж. mosaz, н. луж. диал. mosez латунь, медь . Это слово, в… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Μοσσύνοικοι — Μοσσύνοικοι, οι (Α) ασιατικός λαός που κατοικούσε στα νοτιοανατολικά τής Μαύρης Θάλασσας, κοντά στους Κόλχους και Τιβαρηνούς, και ο οποίος πήρε την ονομασία του από τους μόσσυνας, δηλ. τους ψηλούς ξύλινους πύργους, στους οποίους κατοικούσαν.… …   Dictionary of Greek

  • μοσσυνικός — μοσσυνικός, ή, όν (Α) [μόσσυν] αυτός που έχει κατασκευαστεί από τους Μοσσυνοίκους ή αυτός που έχει κατασκευαστεί σύμφωνα με τον τρόπο τών Μοσσυνοίκων («μοσσυνικὰ μαζονομεία», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • μοσσύνοις — μοσσύ̱νοις , μόσσυν wooden house masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοσσύνων — μοσσύ̱νων , μόσσυν wooden house masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόσσυνα — μόσσῡνα , μόσσυν wooden house masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόσσυνας — μόσσῡνας , μόσσυν wooden house masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόσσυνες — μόσσῡνες , μόσσυν wooden house masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόσσυνι — μόσσῡνι , μόσσυν wooden house masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”